τεσσαρακοντάριοι

τεσσαρακοντάριοι
οἱ, Μ
μισθοφόροι στρατιώτες που είχαν μισθό σαράντα χρυσά νομίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + κατάλ. -άριος (πρβλ. λεγεων-άριος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”